ποσσίκροτον

ποσσίκροτον
ποσσίκροτος
struck with the foot
masc/fem acc sg
ποσσίκροτος
struck with the foot
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποσσίκροτος — ον, Α 1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,) 2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. τού πούς + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”